Δείτε επίσης: Opposition

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

opposition (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίθεση, η αντίσταση, η εναντίωση, το να είναι κάποιος ή κάτι αντίθετος με κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  my opposition to his plans - η αντίθεση μου στα σχέδιά του
    ⮡  The bill met a lot of opposition.
    Το νομοσχέδιο συνάντησε μεγάλη αντίσταση.
  2. ο ανταγωνισμός
    ⮡  It faces stiff opposition in China.
    Αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό στην Κίνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη competition
  3. (πολιτική) η αντιπολίτευση
    ⮡  The prime minister responded to the (political) opposition’s criticisms.
    Στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης απάντησε ο πρωθυπουργός.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

opposition (fr) θηλυκό