opposition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαopposition (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η αντίθεση, η αντίσταση, η εναντίωση, το να είναι κάποιος ή κάτι αντίθετος με κάποιον ή κάτι άλλο
- ⮡ my opposition to his plans - η αντίθεση μου στα σχέδιά του
- ⮡ The bill met a lot of opposition.
- Το νομοσχέδιο συνάντησε μεγάλη αντίσταση.
- ο ανταγωνισμός
- ⮡ It faces stiff opposition in China.
- Αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό στην Κίνα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη competition
- ⮡ It faces stiff opposition in China.
- (πολιτική) η αντιπολίτευση
- ⮡ The prime minister responded to the (political) opposition’s criticisms.
- Στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης απάντησε ο πρωθυπουργός.
- ⮡ The prime minister responded to the (political) opposition’s criticisms.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαopposition (fr) θηλυκό
- η αντίθεση
- η αντιπαράταξη
- η εναντίωση
- η ένσταση
- η (πολιτική) η αντιπολίτευση