↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπολίτευση οι αντιπολιτεύσεις
      γενική της αντιπολίτευσης* των αντιπολιτεύσεων
    αιτιατική την αντιπολίτευση τις αντιπολιτεύσεις
     κλητική αντιπολίτευση αντιπολιτεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπολιτεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπολίτευση < αντιπολιτεύ(ομαι) + (-σις) -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιπολίτευση θηλυκό

  1. (πολιτική) το σύνολο των κομμάτων που δε βρίσκεται στην κυβέρνηση ή δεν ασκεί την εξουσία, αλλά αντιτίθεται στις κυβερνητικές πολιτικές ή τις επικρίνει
  2. (κατ’ επέκταση) το σύνολο των δυνάμεων που ελέγχει ή αντιμάχεται όσους είναι επικεφαλής συλλόγων, σωματείων κ.λπ.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία