συμπολίτευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπολίτευση | οι | συμπολιτεύσεις |
γενική | της | συμπολίτευσης* | των | συμπολιτεύσεων |
αιτιατική | τη | συμπολίτευση | τις | συμπολιτεύσεις |
κλητική | συμπολίτευση | συμπολιτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπολιτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπολίτευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπολίτευ(σις) (η ιδιότητα του συμπολίτη) + -ση.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sim.boˈli.tef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπο‐λί‐τευ‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πο‐λί‐τευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπολίτευση θηλυκό
- το σύνολο των βουλευτών της κοινοβουλευτικής ομάδας ή του κυβερνητικού σχηματισμού που συμμετέχουν στην κυβέρνηση.
- η παράταξη που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή και από την οποία έχουν επιλεγεί κυβερνητικά στελέχη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμπολίτευση
|