ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμπολίτευσῐς αἱ συμπολιτεύσεις
      γενική τῆς συμπολιτεύσεως τῶν συμπολιτεύσεων
      δοτική τῇ συμπολιτεύσει ταῖς συμπολιτεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συμπολίτευσῐν τὰς συμπολιτεύσεις
     κλητική ! συμπολίτευσῐ συμπολιτεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμπολιτεύσει
γεν-δοτ τοῖν  συμπολιτευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπολίτευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συμπολιτεύ(ομαι) + -σις < συμ- + πολιτεύομαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπολίτευσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία