Δείτε επίσης: συμπολῖτις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπολίτης οι συμπολίτες
      γενική του συμπολίτη των συμπολιτών
    αιτιατική τον συμπολίτη τους συμπολίτες
     κλητική συμπολίτη συμπολίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπολίτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπολίτης[1] < συν- (συμ-) + πολίτης < πόλις
γενικότερη έννοια < απόδοση για την αγγλική fellow citizen

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.boˈli.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπο‐λί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπολίτης αρσενικό (θηλυκό: συμπολίτισσα)

  1. ο καταγόμενος από την ίδια πόλη ή αυτός που μένει στην ίδια πόλη
     συνώνυμα: συντοπίτης, ομοπάτριος, συμπατριώτης
  2. (γενικότερα) που έχει την ίδια ιδιότητα, αυτήν του πολίτη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία