Δείτε επίσης: ἀντιμάχομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιμάχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιμάχομαι < ἀντί + μάχομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.diˈma.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐μά‐χο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

αντιμάχομαι, πρτ.: αντιμαχόμουν ελλειπτικό ρήμα (αποθετικό ρήμα)

  1. πολεμάω εναντίον κάποιου
  2. έχω κι εκδηλώνω εχθρικά αισθήματα για κάποιον / κάτι
  3. ανταγωνίζομαι
  4. προσπαθώ
    Αντιμάχομαι (θεούς και δαίμονες) προκειμένου αυτή η αναφορά να φτάσει το γραφείο του υπουργού.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία