αντιμάχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιμάχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιμάχομαι < ἀντί + μάχομαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.diˈma.xo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐μά‐χο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασία
αντιμάχομαι, πρτ.: αντιμαχόμουν ελλειπτικό ρήμα (αποθετικό ρήμα)
- πολεμάω εναντίον κάποιου
- έχω κι εκδηλώνω εχθρικά αισθήματα για κάποιον / κάτι
- ανταγωνίζομαι
- προσπαθώ
- ⮡ Αντιμάχομαι (θεούς και δαίμονες) προκειμένου αυτή η αναφορά να φτάσει το γραφείο του υπουργού.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αντιμάχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντιμάχομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αντιμάχομαι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας