Ετυμολογία

επεξεργασία
reago < reag + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική reago reagoj
αιτιατική reagon reagojn

reago (eo)

estis 'reago de li, υπήρξε αντίδραση απ' αυτόν