Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοχημεία οι φωτοχημείες
      γενική της φωτοχημείας των φωτοχημειών
    αιτιατική τη φωτοχημεία τις φωτοχημείες
     κλητική φωτοχημεία φωτοχημείες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοχημεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photochimie < photo- + chimie < φωτο- + χημεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοχημεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία