χυμεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χυμείᾱ | αἱ | χυμεῖαι |
γενική | τῆς | χυμείᾱς | τῶν | χυμειῶν |
δοτική | τῇ | χυμείᾳ | ταῖς | χυμείαις |
αιτιατική | τὴν | χυμείᾱν | τὰς | χυμείᾱς |
κλητική ὦ! | χυμείᾱ | χυμεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χυμείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χυμείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχυμεία θηλυκό
- επεξεργασία υγρών
- αλχημεία
- ※ Εἰ καὶ τὴν κεκρυμμένην τέχνην τῆς χυμείας ἐπίσταται, φησὶν πρὸς αὐτοὺς ὅτι «πῶς μεταβολὴν νῦν ὁρῶ; πῶς τὸ ὕδωρ καὶ τὸ πῦρ, ἐχθρὰ καὶ ἐναντία ἀλλήλοις καὶ <πρὸς τὴν> ἀντιπαράθεσιν πεφυκότα εἰς τὸ αὐτὸ συνῆλθον ὁμονοίας καὶ φιλίας χάριν» καὶ τὰ ἑξῆς. ῍Ω παραδόξου κράσεως! πόθεν ἥτις ἡ τῶν ἐχθρῶν ἀπροσδόκητος φιλία; (Ολυμπιόδωρος ο αλχημιστής, Εἰς τὸ κατ' ἐνέργειαν Ζωσίμου, 2, 94, 17)
- άλλες μορφές: χημεία, χημία