χημειοεμβολισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χημειοεμβολισμός < χημειο- + εμβολισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chemoinfusion)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχημειοεμβολισμός αρσενικό
- (ιατρική) ιατρική διαδικασία κατά την οποία χημειοθεραπευτικά φάρμακα εισάγονται απευθείας στο αίμα ή σε έναν συγκεκριμένο όγκο μέσω ενός καθετήρα ή σωλήνα με σκοπό την άμεση και συνεχόμενη χορήγηση φαρμάκων στον όγκο ή στην πληγείσα περιοχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία χημειοεμβολισμός
Πηγές
επεξεργασία- χημειοεμβολισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)