↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χημειοεμβολισμός οι χημειοεμβολισμοί
      γενική του χημειοεμβολισμού των χημειοεμβολισμών
    αιτιατική τον χημειοεμβολισμό τους χημειοεμβολισμούς
     κλητική χημειοεμβολισμέ χημειοεμβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χημειοεμβολισμός < χημειο- + εμβολισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chemoinfusion)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χημειοεμβολισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία