χημειοθεραπευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χημειοθεραπευτικός < χημειοθεραπεία + -ευτικός
Επίθετο
επεξεργασίαχημειοθεραπευτικός
- σχετικός με τη χημειοθεραπεία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χημειοθεραπευτικός