Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χημειοθεραπευτικός η χημειοθεραπευτική το χημειοθεραπευτικό
      γενική του χημειοθεραπευτικού της χημειοθεραπευτικής του χημειοθεραπευτικού
    αιτιατική τον χημειοθεραπευτικό τη χημειοθεραπευτική το χημειοθεραπευτικό
     κλητική χημειοθεραπευτικέ χημειοθεραπευτική χημειοθεραπευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χημειοθεραπευτικοί οι χημειοθεραπευτικές τα χημειοθεραπευτικά
      γενική των χημειοθεραπευτικών των χημειοθεραπευτικών των χημειοθεραπευτικών
    αιτιατική τους χημειοθεραπευτικούς τις χημειοθεραπευτικές τα χημειοθεραπευτικά
     κλητική χημειοθεραπευτικοί χημειοθεραπευτικές χημειοθεραπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χημειοθεραπευτικός < χημειοθεραπεία + -ευτικός

  Επίθετο επεξεργασία

χημειοθεραπευτικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία