Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακοχημεία οι φαρμακοχημείες
      γενική της φαρμακοχημείας των φαρμακοχημειών
    αιτιατική τη φαρμακοχημεία τις φαρμακοχημείες
     κλητική φαρμακοχημεία φαρμακοχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακοχημεία < φάρμακο + χημεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρμακοχημεία θηλυκό

  1. η χημεία των φαρμάκων, η φαρμακευτική χημεία
  2. τομέας και μάθημα της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου, στον οποίο μεταξύ άλλων οι φοιτητές διδάσκονται "Ανόργανη Φαρμακευτική Χημεία" καθώς και "Οργανική Φαρμακευτική Χημεία"
  3. η επιστήμη που ασχολείται με τη χημική σύνθεση των φαρμάκων, ενώσεων οργανικών και ανόργανων, την αλληλεπίδραση των βιολογικά δραστικών ουσιών, τη μελέτη της μοριακής δράσης των ενώσεων και τη χημική πλευρά της ανοσολογίας


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία