χημειοτακτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χημειοτακτισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chimiotactisme[1] < ελληνιστική κοινή χυμεία < αρχαία ελληνική χύμα < χέω (με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία) + αρχαία ελληνική τακτικός < τάττω / τάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χημειοτακτισμός αρσενικό
- (βιολογία) άλλη μορφή του χημειοταξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χημειοτακτισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χημειοτακτισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)