Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυσταλλοχημεία οι κρυσταλλοχημείες
      γενική της κρυσταλλοχημείας των κρυσταλλοχημειών
    αιτιατική την κρυσταλλοχημεία τις κρυσταλλοχημείες
     κλητική κρυσταλλοχημεία κρυσταλλοχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυσταλλοχημεία < κρύσταλλ(ο) + -ο- + χημεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική crystallochemistry

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυσταλλοχημεία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία