ĥemio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ĥemio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥemio | ĥemioj |
αιτιατική | ĥemion | ĥemiojn |
ĥemio (eo)
- η χημεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥemio | ĥemioj |
αιτιατική | ĥemion | ĥemiojn |
ĥemio (eo)