Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοχημεία οι θερμοχημείες
      γενική της θερμοχημείας των θερμοχημειών
    αιτιατική τη θερμοχημεία τις θερμοχημείες
     κλητική θερμοχημεία θερμοχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοχημεία < θερμο- + χημεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thermochemistry)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοχημεία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία