θερμοδυναμική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμοδυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermodynamique
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερμοδυναμική θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θερμοδυναμική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθερμοδυναμική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του θερμοδυναμικός