Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσικοχημεία οι φυσικοχημείες
      γενική της φυσικοχημείας των φυσικοχημειών
    αιτιατική τη φυσικοχημεία τις φυσικοχημείες
     κλητική φυσικοχημεία φυσικοχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσικοχημεία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσικοχημεία θηλυκό

  1. μάθημα του τμήματος Χημείας της Σχολής Θετικών Επιστημών, το οποίο εξετάζει την σχέση φυσικών και χημικών φαινομένων και το οποίο δεν ταυτίζεται με τα μαθήματα "Φυσικής Χημείας" ή "Χημικής Φυσικής"
  2. (στον πληθυντικό) τα μαθήματα Φυσικής και Χημείας νοούμενα ως σύνολο
    στο σχολείο ήταν καλός στα φιλολογικά αλλά στις φυσικοχημείες τελείως σκράπας

  Μεταφράσεις επεξεργασία