φυσικοχημεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυσικοχημεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυσικοχημεία θηλυκό
- μάθημα του τμήματος Χημείας της Σχολής Θετικών Επιστημών, το οποίο εξετάζει την σχέση φυσικών και χημικών φαινομένων και το οποίο δεν ταυτίζεται με τα μαθήματα "Φυσικής Χημείας" ή "Χημικής Φυσικής"
- (στον πληθυντικό) τα μαθήματα Φυσικής και Χημείας νοούμενα ως σύνολο
- στο σχολείο ήταν καλός στα φιλολογικά αλλά στις φυσικοχημείες τελείως σκράπας
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυσικοχημεία