στερεοχημεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στερεοχημεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
(χημεία)
η στερεοχημεία θηλυκό
- η μελέτη της τρισδιάστατης δομής των χημικών ενώσεων (ουσιών)
- στερεοχημεία αντιδράσεων: η μελέτη της εξέλιξης της τρισδιάστατης δομής των χημικών ενώσεων (ουσιών) κατά την διάρκεια των χημικών αντιδράσεων
- η μελέτη των επιτρεπτών-επιτρεπόμενων (ανά συνθήκη ή άνευ) αναδιπλώσεων ή χωροταξικών διαφοροποιήσεων σε χημικές ενώσεις που επιτρέπουν κάτι τέτοιο
- η μελέτη του προσανατολισμού των χημικών ενώσεων στα υλικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
στερεοχημεία
|