Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοχημεία οι στερεοχημείες
      γενική της στερεοχημείας των στερεοχημειών
    αιτιατική τη στερεοχημεία τις στερεοχημείες
     κλητική στερεοχημεία στερεοχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεοχημεία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

(χημεία)
η στερεοχημεία θηλυκό

  1. η μελέτη της τρισδιάστατης δομής των χημικών ενώσεων (ουσιών)
    • στερεοχημεία αντιδράσεων: η μελέτη της εξέλιξης της τρισδιάστατης δομής των χημικών ενώσεων (ουσιών) κατά την διάρκεια των χημικών αντιδράσεων
    • η μελέτη των επιτρεπτών-επιτρεπόμενων (ανά συνθήκη ή άνευ) αναδιπλώσεων ή χωροταξικών διαφοροποιήσεων σε χημικές ενώσεις που επιτρέπουν κάτι τέτοιο
  2. η μελέτη του προσανατολισμού των χημικών ενώσεων στα υλικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία