ανόργανη χημεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαανόργανη χημεία θηλυκό
- (χημεία): ο κλάδος της χημείας της οποίας αντικείμενο έρευνας και μελέτης είναι τα χημικά στοιχεία και χημικές ενώσεις εκτός των οργανικών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανόργανη χημεία
|