μεταλλοχημεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταλλοχημεία < μέταλλ(ο) + -ο- + χημεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metallochemistry)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλοχημεία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταλλοχημεία
μεταλλοχημεία θηλυκό