كيمياء
Αραβικά (ar)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- كيمياء < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική χυμεία (< αρχαία ελληνική χύμα < χέω), συμφυρμός των εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: χημεία > αλχημεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαكيمياء (ar) (kiimiyaa’) θηλυκό