Ετυμολογία

επεξεργασία
chimique < chimie

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chimique chimiques

chimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χημικός
    formule chimique - χημικός τύπος

Συγγενικά

επεξεργασία