Ετυμολογία

επεξεργασία
chimiste < chimie

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chimiste chimistes

chimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • ο / η χημικός
    notre professeur est un chimiste renommé - ο καθηγητής μας είναι ένας φημισμένος χημικός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη chimie