Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταλλοειδής η μεταλλοειδής το μεταλλοειδές
      γενική του μεταλλοειδούς* της μεταλλοειδούς του μεταλλοειδούς
    αιτιατική τον μεταλλοειδή τη μεταλλοειδή το μεταλλοειδές
     κλητική μεταλλοειδή(ς) μεταλλοειδής μεταλλοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταλλοειδείς οι μεταλλοειδείς τα μεταλλοειδή
      γενική των μεταλλοειδών των μεταλλοειδών των μεταλλοειδών
    αιτιατική τους μεταλλοειδείς τις μεταλλοειδείς τα μεταλλοειδή
     κλητική μεταλλοειδείς μεταλλοειδείς μεταλλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταλλοειδής < μέταλλο + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

μεταλλοειδής

  Μεταφράσεις επεξεργασία