βόρακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βόρακας | οι | βόρακες |
γενική | του | βόρακα | των | βοράκων |
αιτιατική | τον | βόρακα | τους | βόρακες |
κλητική | βόρακα | βόρακες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βόρακας < (καθαρεύουσα) βόραξ < γαλλική borax < μεσαιωνική λατινική baurach < αραβική بَوْرَق (bawraq) < μέση περσική *būrag (περσικά بوره)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβόρακας αρσενικό
- (ορυκτολογία, χημεία) ένυδρο ορυκτό του βορίου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βόριο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βόρακας στη Βικιπαίδεια