βορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βορικός | η | βορική | το | βορικό |
γενική | του | βορικού | της | βορικής | του | βορικού |
αιτιατική | τον | βορικό | τη | βορική | το | βορικό |
κλητική | βορικέ | βορική | βορικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βορικοί | οι | βορικές | τα | βορικά |
γενική | των | βορικών | των | βορικών | των | βορικών |
αιτιατική | τους | βορικούς | τις | βορικές | τα | βορικά |
κλητική | βορικοί | βορικές | βορικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβορικός
- (χημεία) που έχει σχέση με το βόριο, αναφέρεται σ’ αυτό ή περιέχει βόριο
- (χημεία) (ουσιαστικοποιημένο) το βορικό