boor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαboor (en)
- ο αγροίκος
Αφρικάανς (af)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαboor (af)
- το βόριο
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαboor (nl)
- το βόριο
boor (en)
boor (af)
boor (nl)