Ετυμολογία

επεξεργασία
homophone < ομόφωνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.fɔn/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
homophone homophones

homophone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
homophone homophones

homophone (fr) αρσενικό

  • ομόφωνη λέξη

Σημειώσεις

επεξεργασία
Η λέξη χρησιμοποιείται για λέξεις που προφέρονται το ίδιο, πχ. voix, voie, voit.
Για την έννοια «ομόφωνη απόφαση», δείτε τη λέξη unanime.

Δείτε επίσης

επεξεργασία