Ετυμολογία

επεξεργασία
homographe < homo- + -graphe

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.ɡʁaf/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
homographe homographes

homographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
homographe homographes

homographe (fr) αρσενικό

  • ομοιόγραφη λέξη

Σημειώσεις

επεξεργασία
Η λέξη χρησιμοποιείται για λέξεις που γράφονται με τον ίδιο τρόπο, έχουν όμως διαφορετική σημασία, π.χ. un manche, une manche και un voile, une voile.

Δείτε επίσης

επεξεργασία