ομόγραφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομόγραφος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ομόγραφος, -η, -ο
- που γράφεται με τον ίδιο τρόπο (προς κάποιον άλλον)
- (γραμματική) ομόγραφα ή ομόγραφες λέξεις ονομάζονται οι λέξεις που γράφονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, έχουν όμως διαφορετική σημασία
- θησαυρός, το κτήριο, το λεξικό ή τα πλούτη
- κόλπος στη γεωγραφία και στην ανατομία
- καρπός του δέντρου ή του χεριού
- μόσχος, το μοσχάρι ή η οσμή