Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόγραφος η ομόγραφη το ομόγραφο
      γενική του ομόγραφου της ομόγραφης του ομόγραφου
    αιτιατική τον ομόγραφο την ομόγραφη το ομόγραφο
     κλητική ομόγραφε ομόγραφη ομόγραφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόγραφοι οι ομόγραφες τα ομόγραφα
      γενική των ομόγραφων των ομόγραφων των ομόγραφων
    αιτιατική τους ομόγραφους τις ομόγραφες τα ομόγραφα
     κλητική ομόγραφοι ομόγραφες ομόγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομόγραφος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ομόγραφος, -η, -ο

  1. που γράφεται με τον ίδιο τρόπο (προς κάποιον άλλον)
  2. (γραμματική) ομόγραφα ή ομόγραφες λέξεις ονομάζονται οι λέξεις που γράφονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, έχουν όμως διαφορετική σημασία
    θησαυρός, το κτήριο, το λεξικό ή τα πλούτη
    κόλπος στη γεωγραφία και στην ανατομία
    καρπός του δέντρου ή του χεριού
    μόσχος, το μοσχάρι ή η οσμή

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία