Δείτε επίσης: Ληθαίος, ληθαῖος, λήθαιος
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ληθαῖος
      γενική τοῦ Ληθαίου
      δοτική τῷ Ληθαί
    αιτιατική τὸν Ληθαῖον
     κλητική ! Ληθαῖε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ληθαῖος (ελληνιστική κοινή) < ληθαῖος / λήθαιος < αρχαία ελληνική λήθη < πρωτοελληνική *lā́tʰā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *léh₂dʰeh₂ < *leh₂- (αποκρύπτω)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ληθαῖος, -ου αρσενικό