Τρίκκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Τρίκκη | ||
γενική | τῆς | Τρίκκης | ||
δοτική | τῇ | Τρίκκῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Τρίκκην | ||
κλητική ὦ! | Τρίκκη | |||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τρίκκη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤρίκκη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του Πηνειού (ή του Ασωπού)
- πόλη της Θεσσαλίας, στην Εστιαιώτιδα
- ※ 1ος αιώνας πκε&κε Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ, 1, 39
- Πρώτη δ᾽ ἐστὶν ἐξ Ἐφέσου Μαγνησία πόλις Αἰολίς͵ λεγομένη δὲ ἐπὶ Μαιάνδρωι· πλησίον γὰρ αὐτοῦ ἵδρυται· πολὺ δὲ πλησιαίτερον ὁ Ληθαῖος ἐμβάλλων εἰς τὸν Μαίανδρον͵ τὴν δ᾽ ἀρχὴν ἔχων ἀπὸ Πακτύου τοῦ τῶν Ἐφεσίων ὄρους· ἕτερος δ᾽ ἐστὶ Ληθαῖος ὁ ἐν Γορτύνηι καὶ ὁ περὶ Τρίκκην͵ ἐφ᾽ ὧι ὁ Ἀσκληπιὸς γεννηθῆναι λέγεται.
- → δείτε Τρίκαλα στα νέα ελληνική
- ※ 1ος αιώνας πκε&κε Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΔ, 1, 39
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Τρίκκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.