Δείτε επίσης: Ληθαῖος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ληθαίος
      γενική του Ληθαίου
    αιτιατική τον Ληθαίο
     κλητική Ληθαίε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Νυχτερινή άποψη της κεντρικής γέφυρας του Ληθαίου ποταμού στα Τρίκαλα

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ληθαίος < ελληνιστική κοινή Ληθαῖος < ληθαῖος / λήθαιος < αρχαία ελληνική λήθη < πρωτοελληνική *lā́tʰā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *léh₂dʰeh₂ < *leh₂- (αποκρύπτω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /liˈθe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λη‐θαί‐ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ληθαίος αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη λήθη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία