πειραματικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πειραματικά < πειραματικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπειραματικά
- με πειραματικό τρόπο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πειραματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπειραματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πειραματικός