συντηρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντηρητής < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική συντηρητής (που διασώζει) < συντηρῶ, συντηρη- + -τής, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conservateur [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντηρητής αρσενικό (θηλυκό συντηρήτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που συντηρεί κάτι (ανελκυστήρες, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, έργα τέχνης κλπ)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συντηρητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας