συντηρήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντηρήτρια < συντηρη(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντηρήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του συντηρητής
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συντηρητής
συντηρήτρια
|