Ετυμολογία 1

επεξεργασία
συντηρητικά: πληθυντικός αριθμός του συντηρητικό < ουδέτερο του συντηρητικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συντηρητικά ουδέτερο στον πληθυντικό

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
συντηρητικά < συντηρητικ(ός) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

συντηρητικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
συντηρητικά: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

συντηρητικά