αυτοσυντήρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοσυντήρητος < αυτοσυντηρούμαι + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αυτοσυντήρητος
- που αυτοσυντηρείται
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αυτοσυντηρούμαι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοσυντήρητος