μισθοσυντήρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μισθοσυντήρητος, -η, -ο
- που συντηρείται απ’ τον μισθό του, που ζει απ’ αυτόν
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισθοσυντήρητος
|
μισθοσυντήρητος, -η, -ο
|