μισθόβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμισθόβιος, -α, -ο
- (παρωχημένο) μισθοσυντήρητος
- Καλήν ημέραν άρχοντες... Και «άρχοντες» ήσαν μαζί με τους άλλους ο εργάτης που επήγαινε στη δουλειά του, η νοικοκυρά της συνοικίας, ο αποχειροβίωτος και μισθόβιος και ο ψιλικατζής. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μισθόβιος
|