↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντηρημένος η συντηρημένη το συντηρημένο
      γενική του συντηρημένου της συντηρημένης του συντηρημένου
    αιτιατική τον συντηρημένο τη συντηρημένη το συντηρημένο
     κλητική συντηρημένε συντηρημένη συντηρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντηρημένοι οι συντηρημένες τα συντηρημένα
      γενική των συντηρημένων των συντηρημένων των συντηρημένων
    αιτιατική τους συντηρημένους τις συντηρημένες τα συντηρημένα
     κλητική συντηρημένοι συντηρημένες συντηρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συντηρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντηρώ

συντηρημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία