συντηρημένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συντηρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συντηρώ
ΜετοχήΕπεξεργασία
συντηρημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συντηρώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συντηρημένος
συντηρημένος, -η, -ο