υπερσυντηρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερσυντηρητικός < υπέρ + συντηρητικός
Επίθετο
επεξεργασίαυπερσυντηρητικός, -ή, -ό
- πάρα πολύ συντηρητικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερσυντηρητικός
|
υπερσυντηρητικός, -ή, -ό
|