↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιοσυντήρητος η ιδιοσυντήρητη το ιδιοσυντήρητο
      γενική του ιδιοσυντήρητου της ιδιοσυντήρητης του ιδιοσυντήρητου
    αιτιατική τον ιδιοσυντήρητο την ιδιοσυντήρητη το ιδιοσυντήρητο
     κλητική ιδιοσυντήρητε ιδιοσυντήρητη ιδιοσυντήρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιοσυντήρητοι οι ιδιοσυντήρητες τα ιδιοσυντήρητα
      γενική των ιδιοσυντήρητων των ιδιοσυντήρητων των ιδιοσυντήρητων
    αιτιατική τους ιδιοσυντήρητους τις ιδιοσυντήρητες τα ιδιοσυντήρητα
     κλητική ιδιοσυντήρητοι ιδιοσυντήρητες ιδιοσυντήρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιοσυντήρητος (μαρτυρείται από το 1802)[1]< ιδιο- + συντηρώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ιδιοσυντήρητος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 483, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου