Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
retain
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
retain
(en)
διατηρώ
κάτι στην κατοχή μου
διατηρώ
, συνεχίζω να κάνω κάτι όπως παλιότερα
συγκρατώ
στη μνήμη μου
κρατώ
ή
συγκρατώ
κάτι στη θέση του
έχω στις υπηρεσίες μου κάποιον δίνοντάς του μισθό ή προκαταβολή από την αμοιβή του