διατηρησιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατηρησιμότητα < διατηρήσιμος + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατηρησιμότητα θηλυκό
- η ικανότητα κάποιου να μπορεί να είναι διατηρήσιμος, να μπορεί να διατηρηθεί
- Η εξασφάλιση της διατηρησιμότητας του πλεονάσματος για τα επόμενα χρόνια και η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διατηρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία διατηρησιμότητα