↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διατηρησιμότητα οι διατηρησιμότητες
      γενική της διατηρησιμότητας των διατηρησιμοτήτων
    αιτιατική τη διατηρησιμότητα τις διατηρησιμότητες
     κλητική διατηρησιμότητα διατηρησιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διατηρησιμότητα < διατηρήσιμος + -ότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διατηρησιμότητα θηλυκό

  • η ικανότητα κάποιου να μπορεί να είναι διατηρήσιμος, να μπορεί να διατηρηθεί
    Η εξασφάλιση της διατηρησιμότητας του πλεονάσματος για τα επόμενα χρόνια και η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία