Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sustainability (en)

  • η ικανότητα να συντηρείς, διατηρείς, υποστηρίζεις κάτι
  • (οικολογία) η αειφορία

Συγγενικά επεξεργασία