Ετυμολογία

επεξεργασία
viability < viable + -ity

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

viability (en) (μη μετρήσιμο)

  • η βιωσιμότητα, το γεγονός ότι κάτι μπορεί να γίνει και μπορεί να είναι επιτυχημένο
    ⮡  The viability of the business is in doubt.
    Η βιωσιμότητα της επιχείρησης είναι αμφίβολη.
     συνώνυμα:  sustainability

Δείτε επίσης

επεξεργασία