feasibility
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfeasibility (en) (μη μετρήσιμο)
- η εφικτότητα, το εφικτό, το να μπορεί κάτι να πραγματοποιηθεί
- ⮡ the feasibility of a venture - η εφικτότητα του εγχειρήματος
- ⮡ Politics is the art of feasibility, not of desirability.
- Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού.