feasible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | feasible |
συγκριτικός | more feasible |
υπερθετικός | most feasible |
Επίθετο
επεξεργασίαfeasible (en)
- εφικτός, πραγματοποιήσιμος, που είναι δυνατό και πιθανό να επιτευχθεί
- ⮡ Do you think it’s feasible we get there in time?
- Το θεωρείς εφικτό να φτάσουμε εκεί έγκαιρα;
- ⮡ feasible plans - πραγματοποιήσιμα σχέδια
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις achievable και realistic
- ⮡ Do you think it’s feasible we get there in time?